ὀρφανός

ὀρφανός
ὀρφᾰνός
1 bereft of c. gen., i. e. without

μὴ καθέλοι μιν αἰὼν πότμον ἐφάψαις ὀρφανὸν γενεᾶς O. 9.61

τοὶ μὲν ὦν λέγονται πρόξενοί τ' ἀμφικτιόνων κελαδεννᾶς τ ὀρφανοὶ ὕβριος pr. I. 4.8 Ἄδραστον ἐξ ἀλαλᾶς ἄμπεμψας ὀρφανὸν μυρίων ἑτάρων pr. I. 7.10

ὕδατι γὰρ ἐπὶ χαλκοπύλῳ ψόφον αἰὼν Κασταλίας ὀρφανὸν ἀνδρῶν χορεύσιος ἦλθον Pae. 6.9


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὀρφανός — orphan masc nom sg ὀρφανός orphan masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορφανός — και αρφανός, ή, ό (ΑΜ ὀρφανός, ή, όν) (ως επίθ. και ως ουσ.) 1. αυτός που στερήθηκε τον έναν ή και τους δύο γονείς του λόγω θανάτου 2. αυτός που έχασε πολύτιμο προστάτη ή φίλο 3. (γενικά) αυτός που στερείται κάποιου προσώπου ή έχει έλλειψη ενός… …   Dictionary of Greek

  • ορφανός — ή, ό 1. αυτός που έχασε το γονιό του ή τους γονείς του: Έμειναν τα παιδιά ορφανά. 2. αυτός που δεν έχει σύντροφο ή προστάτη: Ορφανός κι έρημος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ορφανός, Μιχαήλ — (1846 – 1884). Μυθιστοριογράφος και ποιητής. Καταγόταν από την Κεφαλονιά. Έζησε πολλά χρόνια στη Σιβηρία και έγραψε διηγήματα με ήρωες τους εκεί κατάδικους, με το ψευδώνυμο Μίσχος …   Dictionary of Greek

  • ὀρφανά — ὀρφανός orphan neut nom/voc/acc pl ὀρφανά̱ , ὀρφανός orphan fem nom/voc/acc dual ὀρφανά̱ , ὀρφανός orphan fem nom/voc sg (doric aeolic) ὀρφανός orphan neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρφανόν — ὀρφανός orphan masc acc sg ὀρφανός orphan neut nom/voc/acc sg ὀρφανός orphan masc/fem acc sg ὀρφανός orphan neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρφανῶν — ὀρφανός orphan fem gen pl ὀρφανός orphan masc/neut gen pl ὀρφανός orphan masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρφανοῖς — ὀρφανός orphan masc/neut dat pl ὀρφανός orphan masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρφανοῖσιν — ὀρφανός orphan masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ὀρφανός orphan masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρφανούς — ὀρφανός orphan masc acc pl ὀρφανός orphan masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρφανέ — ὀρφανός orphan masc voc sg ὀρφανός orphan masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”